Dictionary of Greek. 2013.
ψωμοτύρι — το 1. ψωμί και τυρί. 2. φτωχή τροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωμότυρο — το βλ. ψωμοτύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)