ψωμοτύρι

ψωμοτύρι
και ψωμότυρο, το, Ν
1. ψωμί και τυρί ως αποκλειστική τροφή
2. (γενικά) φτωχό γεύμα
3. φρ. «τό έχει ψωμοτύρι» — τό λέει [ή τό κάνει] συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + τυρί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψωμοτύρι — το 1. ψωμί και τυρί. 2. φτωχή τροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωμότυρο — το βλ. ψωμοτύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”